Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξώνω — κάνω έξωση … Dictionary of Greek
εξώνω — έξωσα, εξώστηκα, εξωσμένος, μτβ., βγάζω με δικαστική απόφαση ενοικιαστή από το σπίτι μου ή από άλλο ακίνητο κτήμα μου, κάνω έξωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)